- Αλβανία
- I
Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα σημερινά σύνορα της Α. καθορίστηκαν από τη διάσκεψη του 1912-14, που έθεσε τέρμα στους Βαλκανικούς πολέμους και επικύρωσε την ανεξαρτησία της χώρας. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η Ιταλία παραχώρησε στην Α. το μικρό νησάκι Σάσωνα μπροστά στο λιμάνι του Αυλώνα.Η χώρα διαιρείται σε 12 νομούς, που υποδιαιρούνται σε 36 διαμερίσματα και έναν δήμο, των Τιράνων. Οι νομοί αυτοί, με πρωτεύουσα την αντίστοιχη ομώνυμη πόλη, είναι οι εξής (η ελληνική ονομασία παρατίθεται πρώτη· σε παρένθεση οι πληθυσμοί τους, το 2001): Μπεράτ (Berat, 193.855 κάτ.), Επισκοπή ή Ντιμπέρ (Diber, 191.035 κάτ.), Δυρράχιο ή Ντουρές (Durres, 247.345 κάτ.), Ελμπασάν (Elbasan, 366.137 κάτ.), Φιερ (Fier, 384.386 κάτ.), Αργυρόκαστρο ή Γκιροκάστερ (Gjirokaster, 114.293 κάτ.), Κορυτσά ή Κορτσέ (Kοrce, 266.322 κάτ.), Κούκες (Kukes, 112.050 κάτ.), Λέζγιε (Lezhe, 159.792 κάτ.), Σκόδρα ή Σκόντερ (Shkoder, 257.018 κάτ.), Τίρανα (Tirane, 601.565 κάτ.) και Αυλώνας ή Βλόρε (Vlore, 193.361 κάτ.). Τα περισσότερα τοπικά όργανα είναι αιρετά, ενώ άλλα ορίζονται από το κοινοβούλιο ή τον πρόεδρο της δημοκρατίας.Επίσημη γλώσσα είναι η αλβανική (ομιλείται κυρίως η διάλεκτος τοσκ), αλλά διαδεδομένη είναι και η χρήση της ελληνικής. Η βασική εθνότητα της χώρας είναι η αλβανική (περ. 95%). Υπάρχουν επίσης Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι και Τσιγγάνοι. Πρέπει να σημειωθεί πως το 1989 οι εκτιμήσεις για το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού της Α. κυμαίνονταν από 1% (σύμφωνα με την αλβανική κυβέρνηση) έως 12% (σύμφωνα με τις ελληνικές οργανώσεις).Το 1944, η Α. μετατράπηκε σε λαϊκή δημοκρατία και το 1991 σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η διαδικασία για τις αλλαγές στην Α. ξεκίνησε το 1989 με αφορμή την 45η επέτειο της απελευθέρωσης της χώρας από τη γερμανική κατοχή. Ο τότε πρόεδρος Ραμίζ Αλία, για να περιορίσει τις αντιδράσεις, προχώρησε σε λήψη ορισμένων μέτρων (απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, πολιτικά δικαιώματα, αλλαγές στο δικαστικό σύστημα κ.ά.). Η χώρα ουσιαστικά απέκτησε ομαλή πολιτική ζωή μετά τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές του 1991. Ένα νέο σύνταγμα που προτάθηκε το 1993, απορρίφθηκε κατά το δημοψήφισμα του 1994. Στις 28 Νοεμβρίου 1998, ύστερα από νέο δημοψήφισμα υιοθετήθηκε νεότερο σύνταγμα. Σύμφωνα με αυτό, ανώτατο νομοθετικό σώμα είναι το κοινοβούλιο (Λαϊκή Συνέλευση ή Kuvendi Poppulor), η οποία αποτελείται από 155 μέλη που εκλέγονται για 4 χρόνια.Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται από το κοινοβούλιο με μυστική ψηφοφορία και πρέπει να ψηφιστεί από τα 2/3 των μελών του (ελληνικό σύστημα). Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μια ακόμη φορά. Ο πρωθυπουργός διορίζεται από τον πρόεδρο· ο τελευταίος θεωρείται και αρχηγός των ένοπλων δυνάμεων.Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής και έως τα τέλη τη δεκαετίας του 1980, μοναδικό κόμμα της Α. ήταν το κομουνιστικό. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης νομιμοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1990. Στις εκλογές του 1992 το Δημοκρατικό Κόμμα (PDS) επικράτησε των κομουνιστών που στο μεταξύ είχαν δημιουργήσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Α. (PSS). Άλλα σημαντικά κόμματα είναι η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (PBDNJ), το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα της Α. (PSD) και η Ομόνοια, το κόμμα της ελληνικής μειονότητας. Πρόεδρος της Α. είναι ο Άλφρεντ Μοϊζιού και πρωθυπουργός, από τον Ιούλιο του 2001, ο Φάτος Νάνο.Στον χώρο της δικαιοσύνης έγιναν πολλές αλλαγές μετά το 1990, ενώ το 1991 το κοινοβούλιο κατάργησε όλες τις διατάξεις του προσωρινού συντάγματος που αφορούσαν τη δικαιοσύνη και έρχονταν σε αντίθεση με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με τις αλλαγές που έγιναν το 1992, η ιεραρχία της δικαιοσύνης έχει ως εξής: ανώτατο δικαστήριο, εφετεία για τις εφετειακές περιφέρειες και περιφερειακά δικαστήρια. Δημιουργήθηκε επίσης συνταγματικό δικαστήριο. Ο πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου και οι αναπληρωτές ορίζονται από το κοινοβούλιο. Οι άλλοι δικαστικοί λειτουργοί ορίζονται από το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, του οποίου προεδρεύει ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Το συνταγματικό δικαστήριο αποτελείται από εννέα δικαστές, από τους οποίους οι πέντε εκλέγονται από το κοινοβούλιο και οι τέσσερις τοποθετούνται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Στα πλαίσια των αλλαγών του 1990, οι γυναίκες εξαιρέθηκαν από τη θανατική ποινή.Η θρησκευτική ελευθερία αποκαταστάθηκε το 1990. Το 1991 ψηφίστηκε νόμος με τον οποίο κατοχυρώθηκε το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής του θρησκευτικού δόγματος για κάθε πολίτη και επιτράπηκε η λειτουργία των διαφόρων ναών (χριστιανικών, ισλαμικών κ.ά.). Τα στοιχεία που υπάρχουν για τη δύναμη των διαφόρων δογμάτων είναι περιορισμένα και πολλές φορές αμφισβητούμενα. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι πάντως μουσουλμάνοι (περ. 70%), το 20% χριστιανοί ορθόδοξοι και το 10% καθολικοί.Η ορθόδοξη εκκλησία είναι αυτοκέφαλη από το 1922, αν και δεν είχε αναγνωριστεί από ορισμένες ορθόδοξες εκκλησίες. Το 1991, ο οικουμενικός πατριάρχης όρισε έξαρχο της εκκλησίας της Α. και αρχιεπίσκοπο τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, επειδή δεν υπήρχαν πλέον Αλβανοί ιερείς στη χώρα.Η καθολική εκκλησία διαθέτει δύο αρχιεπισκοπές και τρεις επισκοπές.Η παιδεία είναι υποχρεωτική μεταξύ 7-15 ετών. Η στοιχειώδης και μέση παρέχεται δωρεάν, ενώ για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση υπάρχει υποχρέωση καταβολής ενός ποσού. Η μέση εκπαίδευση είναι χωρισμένη σε τρεις κλάδους: ο πρώτος περιλαμβάνει γενική εκπαίδευση, ο δεύτερος επαγγελματική και ο τρίτος τεχνική. Υπάρχουν τέσσερις ανώτατες σχολές στην Α.: το πανεπιστήμιο Τιράνων, το πολυτεχνείο, η γεωπονική σχολή και το πανεπιστήμιο Λουίτζι Γκουρακούγκι.Η ελληνική μειονότητα έχει τα δικά της σχολεία, αλλά υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που δεν έχουν ακόμα ρυθμιστεί από την πλευρά της Α.Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 15 μήνες. Το πεζικό της Α. το 1996 αριθμούσε 60.000 άτομα, το ναυτικό 2.500 και η αεροπορία 6.000. Οι συνολικές αμυντικές δαπάνες το 2000 ανέρχονταν σε 111 εκατ. δολ. ΗΠΑ.Υπάρχει σύστημα συνταξιοδότησης για όλους τους εργαζόμενους που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως και επιδόματα ασθενείας. Το επίδομα ανεργίας καθιερώθηκε το 1991.Το αλβανικό έδαφος εκτείνεται στο νότιο τμήμα της δυτικής πλευράς της Βαλκανικής χερσονήσου, όπου ο ορεινός όγκος, που σε άλλα σημεία έρχεται σε άμεση επαφή με τη θάλασσα, υποχωρεί για να παραχωρήσει τη θέση του σε μερικές περιορισμένες παράκτιες πεδιάδες. Η μορφολογία της χώρας χαρακτηρίζεται από μια στεφάνη περιφερειακών βουνών, από την οποία ξεκινούν μακρείς δακτυλόμορφοι και λοφώδεις σχηματισμοί, που χωρίζονται από ποτάμιες κοιλάδες, οι οποίες συγκλίνουν προς τις πεδιάδες του Ζαντρίμα, στα βόρεια και του Μιζεκέγια στα νότια. Η διεύθυνση που ακολουθούν τα ανάγλυφα είναι αρκετά περίπλοκη και έτσι δεν είναι πάντοτε εύκολο να αναγνωρίσει κανείς εκεί σαφώς καθορισμένες υδροκριτικές γραμμές, είτε εξαιτίας της αταξίας που δημιουργήθηκε από τη συρρίκνωση του τριτογενούς είτε εξαιτίας της διαφορετικής αντίστασης που τα πετρώματα (ανάλογα με το αν είναι πολύ ή λίγο συμπαγή) έχουν αντιτάξει στην παγετωνική και ποτάμια εκσκαφή.Οι ακτές είναι δρεπανοειδείς, λόγω της παρουσίας σε πολλά σημεία χαμηλών ανάγλυφων, που σχηματίζουν ακρωτήρια, πολλές φορές ιδιαίτερα τονισμένα. Κυριότερα είναι το Πάλες και το Γκιούχες, που σε μερικά χιλιόμετρα από την ακτή αναδύεται και πάλι σχηματίζοντας το νησί Σάσωνα, το οποίο κλείνει τον κόλπο του Αυλώνα. Αλλού, η διεργασία των ποταμών και της θάλασσας έχει σχηματίσει εκτεταμένες λιμνοθάλασσες, όπως η Κράβαστ, στα νότια των εκβολών του Γενούσου (Σκούμπιν), και η Νάρτα, μεταξύ των εκβολών του Αώου (Βοϊούσα) και του κόλπου του Αυλώνα.Η μπροστινή λωρίδα μεταξύ της Α. και των γειτονικών χωρών καλύπτεται από ανάγλυφα, με τραχιές μορφές και αρκετά δύσκολες συνθήκες ζωής. Στο βόρειο τμήμα εκτείνονται οι Αλβανικές Άλπεις, οροσειρά που σχηματίστηκε κατά μεγάλο μέρος από ισχυρά στρώματα ασβεστόλιθων και δολομιτών, πλούσια σε καρστικά φαινόμενα. Ψηλότερη κορυφή είναι η Γέζερτσες (2.694 μ.). Νοτιότερα βρίσκονται τρεις κύριες λωρίδες οροσειρών, σπουδαιότερη από τις οποίες είναι η ανατολική, που σχηματίζει τον υδροκρίτη μεταξύ της λεκάνης του Δρίνου και του Αξιού (Βαρδάρη). Τα μεγαλύτερα ανάγλυφα είναι τα όρη Κόραμπ (2.764 μ.) με τις δαντελωτές κορυφές τους. Τέλος, στο νότιο τμήμα της χώρας (Βόρεια Ήπειρος), οι οροσειρές ξαναπαίρνουν τη δειναρική διεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ. Ο πιο επιβλητικός ορεινός όγκος είναι το Τομόριτ (2.416 μ.). Τα βουνά αυτά και οι κοιλάδες τους είναι έως έναν βαθμό απομονωμένα και οι ανθρώπινες δραστηριότητες περιορίζονται στην κτηνοτροφία και τη χειροτεχνία. Τα χωριά είναι αραιά και συνήθως μικρά. Σπάνια βρίσκονται ψηλότερα από τα 1.500 μ. Μεταξύ 1.500 και 2.000 μ. υπάρχουν καλοκαιρινές καλύβες για τους βοσκούς, που λέγονται μπούνι.Μεταξύ της ανατολικής ορεινής περιοχής και της θάλασσας βρίσκεται μια λωρίδα λόφων, που αποτελούνται από ιζηματογενή εδάφη και οροπέδια με αναβαθμίδες, που προσφέρουν αρκετά πιο ευνοϊκές συνθήκες ζωής. Οι βροχές είναι ακόμη άφθονες παρά την καλοκαιρινή ξηρασία και η μεσογειακή λόχμη, με δάση από δρυς και καστανιές, φτάνει έως τα 700-800 μ. Εξαιτίας της ενδιάμεσης θέσης της ανάμεσα στην ακτή και στο βουνό, η περιοχή αυτή υπήρξε ανέκαθεν αξιοσημείωτα κατοικημένη, γιατί μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες κατά μήκος των ακτών επικρατούσε η ελονοσία.Η παράκτια λωρίδα, που ονομάζεται και Κάτω Α., είναι ευρεία και διακόπτεται προς τα δυτικά από τις ακραίες παραφυάδες των αναγλύφων. Το κλίμα, ήπιο τον χειμώνα και πολύ ζεστό το καλοκαίρι, είναι τυπικά μεσογειακό. Ένα μεγάλο μέρος των τελμάτων, που μέχρι πριν από λίγο καιρό κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις, αποξηράνθηκε, αλλά στο σύνολό του το περιβάλλον παραμένει ελάχιστα ευνοϊκό για τον άνθρωπο. Οι καλλιέργειες αποδίδουν μόνο εκεί όπου είναι δυνατή η αποστράγγιση.Ο ορεινός κυρίως χαρακτήρας της Α. επηρεάζει την κατανομή των θερμοκρασιών όπως και των βροχοπτώσεων, οι οποίες οφείλονται προπάντων στις μάζες αέρα που προέρχονται από τα ΝΔ. Το αποτέλεσμα είναι τα ισόθερμα να τείνουν προς μια παράλληλη με την ακτή διάταξη, ενώ οι μέγιστες βροχοπτώσεις παρατηρούνται στα βόρεια της χώρας, όπου οι άνεμοι μπορούν εύκολα να περάσουν στις κοιλάδες. Παραπάνω από 2.500 χιλιοστά είναι η μέση ετήσια τιμή των βροχοπτώσεων στην περιοχή της λίμνης Σκόδρα. Οι ελάχιστες ποσότητες παρατηρούνται, αντίθετα, στις εσωτερικές κλειστές λεκάνες. Στα βόρεια, οι μέγιστες βροχοπτώσεις παρατηρούνται τις ενδιάμεσες εποχές. Στα νότια, η βροχομετρική παροχή είναι τυπικά μεσογειακή.Η αυτοφυής βλάστηση παρουσιάζει μεσογειακές και βαλκανικές μορφές. Κατά μήκος των ακτών επικρατεί η λόχμη, με δρυς και αειθαλείς θάμνους, ενώ προς το εσωτερικό η αύξηση της ξηρασίας ευνοεί την ανάπτυξη μόνο ακανθωδών θάμνων με βαθιές ρίζες. Παράλληλα με αυτούς φυτρώνουν σκίνα, κουμαριές και πύξοι. Τα δάση για υλοτομία επικρατούν στα μεγαλύτερα ύψη, έως τα 1.200 μ. Τα πυριτικά εδάφη καλύπτονται συχνά από πευκώνες. Κοντά στα υγρά κράσπεδα φυτρώνουν πλατάνια και παράλληλα φλαμουριές και κυπαρίσσια.Η ορεογραφική αταξία αντικατοπτρίζεται στη γενική πορεία των αλβανικών ποταμών, που είναι στο σύνολό τους μικρού μήκους και πολύ ελικοειδείς. Οι παροχές, κυρίως από βροχές, παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλη πτώση των νερών το καλοκαίρι, που κάνουν τους ποταμούς τυπικά μεσογειακούς. Οι σπουδαιότεροι είναι ο Μπογιάνα, που πηγάζει από τη λίμνη Σκόδρα, ο Δρίνος, που είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους και ο κυριότερος κλάδος του οποίου πηγάζει από τη λίμνη Οχρίδα, νοτιότερα ο Γενούσος, που αποστραγγίζει τα νερά της κεντρικής Α., η κοιλάδα του οποίου υπήρξε ανέκαθεν φυσική οδός διείσδυσης στο εσωτερικό και κατά την αρχαιότητα διασχιζόταν από την Εγνατία οδό, ακόμα πιο νότια ο Άψος (Σεμάνι), που πηγάζει από τη συμβολή του Δεβόλη με τον Οσούμ και, τέλος, ο Αώος, που, προερχόμενος από το ελληνικό έδαφος, αποστραγγίζει τα νερά της νότιας Α.Η Α. έχει επίσης πολυάριθμες λίμνες. Μερικές είναι παγετωνικής προέλευσης και τις συναντούμε προπάντων στις Αλβανικές Άλπεις και στα κεντρικά βουνά. Άλλες, καρστικής προέλευσης, είναι διάσπαρτες σχεδόν παντού. Άλλες ακόμα, τεκτονικής προέλευσης, είναι οι λίμνες (μόνο κατά ένα μέρος αλβανικές) Πρέσπα, Οχρίδα και Σκόδρα. Η τελευταία, αν και καταλαμβάνει τεκτονική κοιλότητα τροποποιημένη κατά ένα μέρος από καρστικά φαινόμενα, οφείλει τη σημερινή όψη της και στο προσχωματικό φράγμα που δημιουργήθηκε από τον Δρίνο.Έχει πια επικρατήσει η συνήθεια να θεωρούμε τον αλβανικό λαό απόγονο των Ιλλυριών, οι οποίοι γύρω στο 1000 π.Χ. επιβλήθηκαν στους προϊστορικούς λαούς που προϋπήρχαν. Η ονομασία Α. εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γεωγραφία του Πτολεμαίου, ο οποίος αναφέρει τον Ιλλυρικό λαό των Αλβανών, που κατοικούσε ακριβώς στο σημείο αυτό της Βαλκανικής χερσονήσου, και την πρωτεύουσά τους Αλβανόπολη, η οποία δεν έχει ακόμα εντοπιστεί.Μετά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, με τη μετατόπιση του πολιτικού άξονα της αυτοκρατορίας προς την Ανατολή, η Α. έχασε τη σπουδαιότητα που είχε κερδίσει ως βάση για τη βαλκανική αποίκιση κατά μήκος της Εγνατίας οδού, η οποία οδηγούσε στη Μακεδονία. Στους επόμενους αιώνες, έως τον 16ο (οπότε οι Τούρκοι κατέλαβαν οριστικά την Α.), η χώρα υπέστη διάφορες επιδράσεις (από Βυζαντινούς, Σλάβους, Ενετούς, μουσουλμάνους).Ο σημερινός πληθυσμός της χώρας είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία Αλβανοί, με μικρές σλαβικές κοινότητες στα ΒΑ, ενώ στον νότο (Βόρεια Ήπειρος) ήταν ανέκαθεν εγκατεστημένη η ελληνική μειονότητα.Δεν είναι δυνατόν να γίνουν υπολογισμοί, έστω και κατά προσέγγιση, σχετικά με τον πληθυσμό της παλαιότερης εποχής, αλλά ο αριθμός δεν πρέπει να απέχει και πολύ από την απογραφή του 1876 (740.000 κάτ.). Ο δείκτης γεννήσεων πρέπει να ήταν υψηλός εξαιτίας της πολυγαμίας και της διατήρησης παλλακίδων, αλλά τρία φαινόμενα εμπόδιζαν κυρίως τη δημογραφική αύξηση: η ελονοσία, η σύφιλη και η βεντέτα. Τα δημογραφικά προβλήματα της Α. έχουν τώρα αντιστραφεί εξαιτίας της ισχυρότατης φυσικής κίνησης, που οφείλεται πάντοτε σε πολύ υψηλούς δείκτες γεννήσεων απέναντι σε έναν αισθητά μικρό δείκτη θνησιμότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2002, η μέση πυκνότητα είναι 123 κάτ. ανά τ. χλμ., αλλά η κατανομή της είναι πολύ ακανόνιστη, λόγω της ολοένα μεγαλύτερης έλξης που ασκούν οι πόλεις. Ο ρυθμός ετήσιας αύξησης του πληθυσμού είναι 1,06% και το προσδόκιμο ζωής τα 69 χρόνια για τους άντρες και τα 74,9 για τις γυναίκες.Σε ό,τι αφορά τις αγροτικές κατοικίες, η κούλα, σπίτι-φρούριο, είναι ιδιαίτερα τυπική στον βορρά, όπου ήταν περισσότερο διαδεδομένο το έθιμο της βεντέτας. Με τετράγωνο σχήμα, έχει ψηλούς τοίχους, με λίγα και μικρά παράθυρα. Στα υψηλότερα πατώματα έμεναν οι άντρες, ενώ στα χαμηλά ζούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά, που πάντοτε αποκλείονταν από τη βεντέτα. Στον νότο ήταν αντίθετα διαδεδομένο το τσιφλίκι, το απομονωμένο αγρόκτημα, όμοιο με τη γιουγκοσλαβική ζάντρουγκα, που περιβαλλόταν από αδιαπέραστους φράχτες. Σε πιο πρόσφατες εποχές (1950-90) στις ζώνες που αποξηράνθηκαν, ήταν διαδεδομένες οι ορθογώνιες μορφές των συλλογικών αγροκτημάτων, κατά το παράδειγμα των κινεζικών κοινοβίων. Τέλος, η πιο φυσική τοποθεσία για το αλβανικό χωριό είναι κοντά στις ακτές, στις ηλιόλουστες πλαγιές, μακριά από την πεδιάδα, που κάποτε μαστιζόταν από την ελονοσία. Τα σπίτια, άσπρα, με ελαφρώς επικλινείς στέγες καλυμμένες από κεραμίδια, όπου συχνά ξεχωρίζει ανάμεσά τους ο μιναρές ή το καμπαναριό, χωρίζονται από στενά σοκάκια. Κοινό σε όλα τα κέντρα κάποιας εμπορικής σπουδαιότητας είναι το χαρακτηριστικό παζάρι.Το πολεοδομικό φαινόμενο άρχισε στο αλβανικό έδαφος γύρω στον 6ο ή 7ο αι. π.Χ., με την ίδρυση πόλεων, όπως το Βουθρωτό και το Δυρράχιο, αλλά εξελίχθηκε αργότερα με αρκετά ακανόνιστο και αργό ρυθμό έως τον 19ο αι. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζούσε στους κάμπους ή ασχολιόταν με τη νομαδική κτηνοτροφία. Οι λίγες μεγάλες πόλεις είχαν μόνο διοικητικό ρόλο ή χρησίμευαν περιοδικά ως σημεία συγκέντρωσης και πώλησης των γεωργικών προϊόντων.Μοναδική πραγματική πόλη ήταν τα Τίρανα, που λειτουργούσε κυρίως ως αγορά. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η τάση αστυφιλίας από τον αγροτικό πληθυσμό γινόταν αρκετά ισχυρή και τα παλαιά κέντρα επεκτείνονταν αισθητά. Αλλά η αποφασιστική καμπή στη διαδικασία αυτή αντιπροσωπεύτηκε από την εγκαθίδρυση του κομουνιστικού καθεστώτος, που μέσω της προγραμματισμένης διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων και της δημιουργίας μιας εργατικής τάξης, έδινε στις αλβανικές πόλεις νέα πολεοδομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, ευνοώντας την ανάπτυξη κέντρων όχι μόνο στις αξιοποιημένες παράκτιες περιοχές, αλλά και στις εσωτερικές ορεινές ζώνες.Σήμερα, τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Α. είναι τα Τίρανα (βλ. λ.), η Σκόδρα (βλ. λ.), το Δυρράχιο (βλ. λ.), ο Αυλώνας (βλ. λ.), η Κορυτσά (βλ. λ.) και το Ελμπασάν (βλ. λ.).Η Α. είναι η φτωχότερη ευρωπαϊκή χώρα. Δεν έχει τεχνολογική υποδομή, ούτε εκπαιδευμένο προσωπικό. Διαθέτει πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και στον τομέα αυτό η τεχνολογία που χρησιμοποιείται είναι πολύ παλιά. Το ΑΕΠ ήταν 13.200 εκατ. δολ. ΗΠΑ το 2000, το κατά κεφαλήν εισόδημα 3.800 δολ., η ανεργία 15% επίσημα, αλλά ίσως ανέρχεται στο 25%, και ο πληθωρισμός 1%. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (1990-91) δεν προχώρησε, γιατί δεν υπήρξε προθυμία από τους ξένους επενδυτές, αφού σχεδόν όλες οι βιομηχανικές μονάδες της χώρας έχουν καταστραφεί και η πολιτική αστάθεια δεν δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα. Μια σειρά από κοινές επιχειρήσεις (ξένων και Αλβανών) έχουν δημιουργηθεί, αλλά και αυτές είναι περιορισμένες. Πάντως, αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δοκίμασαν να δραστηριοποιηθούν στην Α., κατά τη δεκαετία του 1990, αν και οι επενδύσεις τους δεν υπήρξαν πάντοτε επιτυχημένες. Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα και την Ιταλία για να αναζητήσουν δουλειά. Το μεταναστευτικό συνάλλαγμα είναι μία από τις κύριες πηγές εσόδων της χώρας. Η αγροτική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία και δάση) απασχολεί το 50% του ενεργού πληθυσμού.Η γεωργία στηριζόταν μέχρι το 1989 στους κρατικούς συνεταιρισμούς. Από το 1990 άρχισε η επιστροφή της γης στους ιδιοκτήτες της και εμφανίστηκαν πολλές ιδιωτικές καλλιέργειες. Μέχρι περίπου το 1995 το 90% της γης είχε επιστραφεί σε ιδιώτες και πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρξε μεγάλη αύξηση της παραγωγής. Τα βασικά γεωργικά προϊόντα είναι σιτάρι (330.000 τόνοι σοδειά το 2001), ζαχαρότευτλα (50.000 τόνοι), πατάτες (180.000), κριθάρι, καλαμπόκι, λαχανικά, καπνά κ.ά.Στη χώρα εκτρέφονται 1.940.000 πρόβατα, 720.000 αγελάδες και 81.000 χοίροι (2001). Το μοσχαρίσιο, χοιρινό και αρνίσιο κρέας είναι τα βασικά προϊόντα της γεωργικής παραγωγής, όπως και το γάλα.Η αλιεία προσφέρει σχεδόν 1.110 τόνους αλιευμάτων (1997) και τα δάση 2,5 εκατ. κ.μ. ξυλείας (1993).Αρχαιότητα και Μεσαίωνας. Η πρώτη εμφάνιση της Α. στο προσκήνιο έγινε με τα βασίλεια των Ιλλυριών και της Ηπείρου, που κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους τον 2ο αι. π.Χ. Γύρω στα μέσα του 3ου αι. δημιουργήθηκε ένα Ιλλυρικό βασίλειο, ισχυροποιώντας τον στόλο του και ασκώντας πειρατεία, που απειλούσε τα ρωμαϊκά συμφέροντα στις ακτές και αποτέλεσε την αιτία για σύγκρουση με τη Ρώμη, η οποία ήθελε την κυριαρχία στην Αδριατική. Το 229 π.Χ. ξέσπασε ο πρώτος από τους πολέμους που τελείωσαν το 168 π.Χ. με την κατάκτηση ολόκληρου του εδάφους από τους Ρωμαίους. Το Ιλλυρικό, με αρκετά πιο εκτεταμένα σύνορα από αυτά της σημερινής Α., υπήρξε αρχικά συγκλητική και ύστερα αυτοκρατορική επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μετά τη διαίρεση της αυτοκρατορίας, τα αλβανικά εδάφη που αποτέλεσαν μέρος των επαρχιών Ρraevalitana και Εpirus Νova παραχωρήθηκαν στην αυτοκρατορία της Ανατολής, η οποία ασκούσε, ωστόσο, εκτός από τη σύντομη περίοδο της ανακατάκτησης (535) από τον Ιουστινιανό, μόνο ονομαστικό έλεγχο της χώρας.Η Α. ήταν στην πραγματικότητα υπό τον έλεγχο των Σέρβων, οι οποίοι, αφού κλήθηκαν από το Βυζάντιο να υπερασπίσουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας, ίδρυσαν (7ος αι.) πολυάριθμες αυτόνομες ηγεμονίες, και αργότερα των Βουλγάρων (917-1019), οι οποίοι κατέκτησαν το νοτιοκεντρικό τμήμα της χώρας. Το 1204, μετά την Δ’ Σταυροφορία, η Βενετία κατόρθωσε να αποκτήσει τυπικά την ηγεμονία σε όλη την Α., όπου στην πραγματικότητα σχηματίστηκαν πολυάριθμα αυτόνομα φέουδα, τα οποία, αφού συμμάχησαν με τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό, απώθησαν πολύ γρήγορα την ενετική κυριαρχία.Ύστερα από μια δεύτερη κυριαρχία των Βουλγάρων (1230), τα αλβανικά εδάφη πέρασαν στους Σέρβους (δυναστείες Ντουσάν και Μπάλσα), εκτός από τον Αυλώνα, την Κανίνα, το Βεράτι και το Δυρράχιο, κτήσεις των Αγγέλων, που μεταβιβάστηκαν από αυτούς (1259) στον Μανφρέδο της Σουηβίας και αργότερα τις διεκδίκησαν και κατά ένα μέρος τις κατέκτησαν οι Ανδηγαυοί.Η οθωμανική κυριαρχία. Η ήττα των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο (1389) προετοίμασε την οθωμανική εισβολή και στην Α., που εμποδίστηκε μονάχα από την παρουσία της Βενετίας, η οποία όμως δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην τουρκική διείσδυση στο εσωτερικό της χώρας. Ο Γεώργιος Καστριώτης, γνωστός ως Σκεντέρμπεης, κατόρθωσε να κατευθύνει ηρωικά την εξέγερση κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και από το 1444 πολέμησε σχεδόν ασταμάτητα κατά των Τούρκων έως το 1468. Μετά τον θάνατό του, όμως, η οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη τη χώρα.Τον 19ο αι. πολλαπλασιάστηκαν οι προσπάθειες εξέγερσης. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν εκείνη του Αλή Τεπελενλή (1741-1822), του γνωστού Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος στηριζόμενος πότε στους Γάλλους και άλλοτε στους Άγγλους κατόρθωσε να γίνει ανεξάρτητος από την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Στη διάσκεψη του Βερολίνου (1878), τα αλβανικά εδάφη παραχωρήθηκαν κατά μεγάλο μέρος στην Ελλάδα, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Ο αλβανικός Σύνδεσμος της Πριζρέν, πρώτη μορφή εθνικής αντίστασης, τον οποίο ωστόσο βάρυνε η υποψία ότι είχε υποκινηθεί από την Τουρκία, προσπάθησε να αντιταχθεί στην εφαρμογή της συνθήκης. Μετά το 1908 ξέσπασε εναντίον του οθωμανικού καθεστώτος των Νεότουρκων εθνική εξέγερση και αργότερα ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος (1912) προσέφερε στους φιλοπόλεμους χριστιανούς μια νέα ευκαιρία για τον διαμελισμό της Α., ενώ η Ιταλία και η Αυστρία επενέβαιναν στην κατάσταση προσπαθώντας να σταθεροποιήσουν την επιρροή τους στη χώρα. Σε αυτή την ιδιόρρυθμη κατάσταση, μια προσωρινή κυβέρνηση ανακήρυξε στον Αυλώνα την ανεξαρτησία (28 Νοεμβρίου 1912).Από την απελευθέρωση έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η διεθνής διάσκεψη του Λονδίνου, τον Δεκέμβριο του 1912, αναγνώρισε (Ιούλιος 1913) την αλβανική ανεξαρτησία υπό την προστασία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αργότερα ανακηρύχθηκε η ηγεμονία που δόθηκε στον Γουλιέλμο του Βιντ (Απρίλιος 1914). Το εύθραυστο οικοδόμημα του Λονδίνου καταστράφηκε με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Με τη διακήρυξη του Αργυροκάστρου (1917) η Ιταλία φάνηκε να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, ενώ αμέσως μετά τον πόλεμο ταλαντευόταν ανάμεσα στο προτεκτοράτο, την απόλυτη ανεξαρτησία και τον διαμελισμό της Α. Με τη συμφωνία των Τιράνων (Αύγουστος 1920), η Ρώμη αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Α. και απέσυρε τα στρατεύματά της από τον Αυλώνα, διατηρώντας το νησί Σάσωνα, και στις 17 Δεκεμβρίου 1920 η διάσκεψη των πρεσβευτών στο Παρίσι επικύρωσε και πάλι την ανεξαρτησία της χώρας.Το πρώτο πείραμα φιλελεύθερου καθεστώτος στη χώρα, που επίσημα ανακηρύχθηκε σε δημοκρατία, διαταράχτηκε από τοπικιστικές έριδες μεταξύ των διαφόρων φυλών και τερματίστηκε με την κυβέρνηση του Αχμέτ Ζώγου, που εξελέγη τον Ιανουάριο του 1925 πρόεδρος της δημοκρατίας (στην πραγματικότητα με δικτατορικές εξουσίες) και αργότερα ανακηρύχθηκε βασιλιάς (1928). Μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τους Γερμανούς, ο Μουσολίνι αποφάσισε την εισβολή στην Α. (Απρίλιος 1939). Ο Ζώγου αναγκάστηκε να δραπετεύσει και ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Α. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Α. υπήρξε βάση επιχειρήσεων και θέατρο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Το 1942 το πρώτο συνέδριο του παρτιζάνικου κινήματος ανέθεσε την αρχηγία στον Εμβέρ Χότζα.Η κομουνιστική περίοδος. Με τη γερμανική κατοχή, το κίνημα αυτό αντίστασης πήρε εμφανή χαρακτήρα εθνικής απελευθέρωσης (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης) και μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1944 απέκτησε τον έλεγχο όλου του αλβανικού εδάφους. Η προσωρινή κυβέρνηση του Χότζα εγκαταστάθηκε στα Τίρανα τον Νοέμβριο του 1944 και στις 11 Φεβρουαρίου 1945 ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία του Αλβανικού Λαού που ακολούθησε πολιτική στενής συμμαχίας με τη Γιουγκοσλαβία, από την επιρροή της οποίας αποσπάστηκε το 1948, ύστερα από τη ρήξη του Τίτο με την Κομινφόρμ, και ευθυγραμμίστηκε με τη Σοβιετική Ένωση, συνυπογράφοντας τον Μάιο του 1955 το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ωστόσο, πέντε χρόνια αργότερα, ο Εμβέρ Χότζα κατήγγειλε την πολιτική αποσταλινοποίησης του Νικίτα Χρουτσόφ και τον Δεκέμβριο του 1961 διέκοψε κάθε σχέση με την πρώην ΕΣΣΔ. Τα Τίρανα προσέγγισαν τη μαοϊκή Κίνα, καταγγέλλοντας «τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό».Τον Σεπτέμβριο του 1968 η Α. αποσύρθηκε από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και καταδίκασε τόσο τη σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία όσο και το κίνημα της Άνοιξης της Πράγας. Τον Φεβρουάριο του 1971 εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία και λίγο αργότερα με την Ελλάδα. Το 1975 ήταν η μοναδική χώρα της Ευρώπης που απουσίασε από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) στο Ελσίνκι.Το 1976 ο Χότζα άρχισε να αποστασιοποιείται από το Πεκίνο και τον Ιούλιο του 1978 επήλθε η οριστική ρήξη με την Κίνα. Στις 28 Αυγούστου 1978 έγινε η άρση της εμπολέμου κατάστασης με τη χώρα μας, η οποία είχε ανεξήγητα διατηρηθεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Τον Δεκέμβριο του 1981 ανακοινώθηκε η αυτοκτονία του πρωθυπουργού Μεχμέτ Σέχου και έναν χρόνο αργότερα ο Χότζα τον κατηγόρησε ως «πράκτορα ξένων υπηρεσιών». Τον Νοέμβριο του 1982 ο Ραμίζ Αλία έγινε αρχηγός του κράτους και στις 11 Απριλίου 1985 πέθανε σε ηλικία 76 ετών ο Εμβέρ Χότζα. Τον διαδέχτηκε στην ηγεσία του Κόμματος Εργασίας (κομουνιστές) ο Αλία.Η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό. Στις αρχές του 1990 η αλβανική ηγεσία διακήρυξε ότι οι αλλαγές που συγκλόνιζαν την ανατολική Ευρώπη δεν επρόκειτο να την επηρεάσουν, αλλά γρήγορα ο Αλία εξήγγειλε μερικές μεταρρυθμίσεις, οικονομικές και πολιτικές. Τον Απρίλιο του 1990 ο Αλία δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την πρώην ΕΣΣΔ, ενώ τον Μάιο η κυβέρνηση ήρε –ύστερα από 23 χρόνια– την απαγόρευση της θρησκευτικής λατρείας και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Α. Τον Ιούλιο η χώρα έγινε δεκτή ως παρατηρητής της ΔΑΣΕ.Το καλοκαίρι του 1990, δεκάδες χιλιάδες πολίτες της χώρας κατέκλυσαν τα κτίρια των ξένων πρεσβειών και προξενείων στα Τίρανα, με την προσδοκία της εξασφάλισης άδειας αναχώρησης. Ορισμένοι έγιναν δεκτοί σε δυτικές χώρες. Ο Αλία έδιωξε από την κυβέρνηση ορισμένους σκληρούς, αλλά απέκλεισε την εφαρμογή του πολυκομματισμού στη χώρα. Τον Οκτώβριο οι υπουργοί Εξωτερικών των βαλκανικών χωρών συνεδρίασαν στα Τίρανα και την ίδια ώρα ο διάσημος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ ζήτησε άσυλο στη Γαλλία. Τον επόμενο μήνα ο Ραμίζ Αλία αναγκάστηκε να εξαγγείλει ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές για τις αρχές του 1991.Τον Δεκέμβριο του 1990 η χώρα συγκλονίστηκε από διαδηλώσεις των φοιτητών και συγκρούσεις με την αστυνομία· το Κόμμα Εργασίας διέγραψε ορισμένα σκληροπυρηνικά στοιχεία του και η κυβέρνηση ανασχηματίστηκε. Ο Ραμίζ Αλία εγκατέλειψε τον σταλινισμό και υποσχέθηκε περισσότερες αλλαγές, ενώ το Κόμμα Εργασίας μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό. Στις 20 Φεβρουαρίου 1991 ο πρόεδρος Αλία ανέλαβε την εξουσία βοηθούμενος από ένα προεδρικό συμβούλιο. Το άγαλμα του Εμβέρ Χότζα γκρεμίστηκε, αλλά στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1991 –τις πρώτες ελεύθερες– το Σοσιαλιστικό Κόμμα απέσπασε τις 140 από τις 250 έδρες της εθνοσυνέλευσης.Στις 15 Απριλίου 1991 η χώρα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Α. και διαγράφηκε οποιαδήποτε αναφορά στον σοσιαλισμό. Στις 30 Απριλίου 1991 ο Ραμίζ Αλία επανεξελέγη αρχηγός του κράτους. Από τις αρχές του 1991 δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί έφευγαν, με πλοία ή οδικώς, για την Ιταλία ή την Ελλάδα. Ο αριθμός των προσφύγων έλαβε απειλητικές διαστάσεις και οι δύο αυτές χώρες επαναπάτρισαν ομαδικά αρκετές χιλιάδες Αλβανούς. Ωστόσο, η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση παρέμεινε σε τραγικό επίπεδο· η ΕΟΚ και πολλές δυτικές χώρες έστειλαν βοήθεια σε τρόφιμα στην Α.Τον Οκτώβριο του 1991 μεγάλες διαδηλώσεις και απεργίες συγκλόνισαν τη χώρα, με κυριότερο αίτημα την παραίτηση της κυβέρνησης και του προέδρου Ραμίζ Αλία. Επικεφαλής των κινητοποιήσεων τέθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης, ενώ ο πρωθυπουργός Ίλι Μπούφι –που είχε οριστεί τον Ιούνιο– απηύθυνε συνεχώς εκκλήσεις για ενότητα, χάριν των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Τον Δεκέμβριο, το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα αποφάσισε να εγκαταλείψει την κυβέρνηση και να ζητήσει πρόωρες εκλογές (το Δημοκρατικό Κόμμα διέθετε τότε επτά υπουργούς και το Ρεπουμπλικανικό δύο, σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας). Η κυβερνητική κρίση ανάγκασε τον πρωθυπουργό Μπούφι να παραιτηθεί. Ο πρόεδρος Αλία όρισε νέο πρωθυπουργό τον Βίλσον Αχμέτι, επικεφαλής υπηρεσιακής κυβέρνησης από τεχνοκράτες, αλλά λίγες μέρες αργότερα νέο κύμα φυγάδων κατέκλυσε τα λιμάνια της χώρας.Σημείο τριβής ανάμεσα στην Α. και την Ελλάδα αποτέλεσε, λίγο πριν από τις εκλογές, στις αρχές του 1992, μια απόφαση που αφορούσε την ελληνική μειονότητα στην Α. Οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες, που ο αριθμός τους υπολογιζόταν από 200.000 έως 400.000, βρέθηκαν αντιμέτωποι με απόφαση της αλβανικής εθνοσυνέλευσης που απαγόρευε τη συμμετοχή στις εκλογές κινημάτων που εκπροσωπούσαν εθνικές μειονότητες. Ήταν μια απόφαση που στρεφόταν σαφώς κατά της οργάνωσης της ελληνικής μειονότητας, Ομόνοια. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλες διαμαρτυρίες από την ελληνική μειονότητα και οδήγησε στην αποχώρηση του κόμματός της από την προεκλογική εκστρατεία.Στις βουλευτικές εκλογές, που έγιναν τελικά στις 22 Μαρτίου 1992, το Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισε το 62% των ψήφων και τις 92 από τις 140 έδρες, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα με το 26% των ψήφων απέσπασε 38 έδρες. Η Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υποστηρίχτηκε από την ελληνική μειονότητα, κέρδισε 2 έδρες. Μετά την ήττα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Ραμίζ Αλία παραιτήθηκε και μερικές μέρες αργότερα η νέα βουλή εξέλεξε τον Σαλί Μπερίσα νέο πρόεδρο της χώρας. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Αλεξάντερ Μέξι σχηματίστηκε και τα 15 από τα 19 υπουργεία ανέλαβαν μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος.Στην περίοδο 1992-94 έγιναν εκτεταμένες διώξεις στελεχών του προηγούμενου καθεστώτος. Το αλβανικό Κομουνιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου, ενώ ο πρώην πρόεδρος Ραμίζ Αλία, η χήρα του Χότζα και μερικά ακόμα στελέχη του κομουνιστικού καθεστώτος συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Παράλληλα, σχηματίστηκε η Δημοκρατική Συμμαχία έπειτα από διάσπαση στο Δημοκρατικό Κόμμα του Μπερίσα, καθώς ορισμένα ανώτατα στελέχη κατηγόρησαν τον Μπερίσα για αυταρχική διακυβέρνηση. Στο πλαίσιο των διώξεων συνελήφθη και ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φάτος Νάνο, ο οποίος κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημοσίου χρήματος και μετά την επίμαχη δίκη του και παρά τις διεθνείς αντιδράσεις υπέρ του, καταδικάστηκε σε κάθειρξη δώδεκα ετών.Τον Οκτώβριο του 1994 ο πρόεδρος Μπερίσα παρουσίασε το σχέδιο του νέου συντάγματος, το οποίο υιοθετήθηκε από τη βουλή, αλλά λίγο αργότερα απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα της 6ης Νοεμβρίου, όταν πάνω από το 50% των ψηφισάντων δεν το ενέκριναν. Η Α. με τη διακυβέρνηση του Μπερίσα άρχισε να βγαίνει γρήγορα από τη διεθνή απομόνωση στην οποία βρισκόταν επί δεκαετίες, βελτίωσε τη σχέση της ιδιαίτερα με τις δυτικές χώρες και αποκατέστησε στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ. Το 1991 έγινε μέλος του Οργανισμού Ασφαλείας και Συνεργασίας στην Ευρώπη, τον Δεκέμβριο του 1992 προσχώρησε στην Οργάνωση Ισλαμικής Διάσκεψης και τον Απρίλιο του 1994 στο πρόγραμμα Συνεταιρισμός για την ειρήνη του ΝΑΤΟ.Οι σχέσεις ανάμεσα στην Α. και την Ελλάδα επιδεινώθηκαν το 1993, όταν η ελληνική κυβέρνηση κατηγόρησε τις αλβανικές αρχές ότι προσπαθούσαν να αλλοιώσουν τον ελληνικό χαρακτήρα της Βόρειας Ηπείρου, ενώ παράλληλα εκδιώχθηκαν αρκετές χιλιάδες Αλβανοί μετανάστες, που είχαν εισέλθει παράνομα στο ελληνικό έδαφος. Τον Απρίλιο του 1994 δύο Αλβανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από άγνωστους επιδρομείς στα σύνορα και οι αμοιβαίες διπλωματικές ενέργειες που ακολούθησαν επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, πέντε στελέχη της Ομόνοιας, κατηγορούμενα για προδοσία, οδηγήθηκαν στο δικαστήριο και αργότερα καταδικάστηκαν σε ποινές έξι έως οκτώ ετών για κατασκοπεία. Ακολούθησε αμοιβαία ανάκληση των πρεσβευτών και επίσημες ελληνικές διαμαρτυρίες στον ΟΗΕ και σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς· στις αρχές του 1995 τα φυλακισμένα στελέχη της Ομόνοιας απελευθερώθηκαν και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν.Οι σχέσεις της Α. με τη Γιουγκοσλαβία έλαβαν χειρότερη τροπή, ιδιαίτερα μετά την κατάργηση της αυτονομίας στην επαρχία του Κοσσυφοπεδίου της Γιουγκοσλαβίας, όπου το 90% των κατοίκων ήταν Αλβανοί. Η Α. προσέφυγε επανειλημμένα στους διεθνείς οργανισμούς, ζητώντας τους να ασχοληθούν με το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, επέμενε να μην αρθούν οι κυρώσεις κατά του Βελιγραδίου, αν δεν γινόταν διευθέτηση και του ζητήματος του Κοσσυφοπεδίου. Ένταση επικράτησε και στις σχέσεις της Α. με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), λόγω του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε η κυβέρνηση των Τιράνων για τη μεγάλη αλβανική μειονότητα (περ. 25% του πληθυσμού) που ζει στη χώρα αυτή.Στη διάρκεια του 1995 εντάθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στο καθεστώς του Σαλί Μπερίσα και την αντιπολίτευση, από την οποία ιδιαίτερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατηγόρησε τον Αλβανό πρόεδρο ότι ήταν επικεφαλής μιας εκστρατείας με στόχο την εξόντωση της αντιπολίτευσης, χρησιμοποιώντας την αστυνομία, τα δικαστήρια και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, τα οποία ελέγχονταν πλήρως από το κράτος. Από την πλευρά του, ο Μπερίσα κατηγορούσε συνεχώς το Σοσιαλιστικό Κόμμα ότι εμπόδιζε τις μεταρρυθμίσεις στην Α. και ότι ήθελε να επαναφέρει τον κομουνισμό. Στις επικρίσεις κατά του Μπερίσα προστέθηκαν και αυτές της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης Ομόνοια κατηγορώντας τον ότι ο υπό ετοιμασία εκλογικός νόμος για τις βουλευτικές εκλογές του 1996 απέβλεπε στη νόθευση της λαϊκής ετυμηγορίας.Στις γενικές βουλευτικές εκλογές, ο πρώτος γύρος των οποίων πραγματοποιήθηκε στις 26 Μαΐου 1996, το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα ήρθε πρώτο με το 67,8% των ψήφων αποσπώντας από τον πρώτο γύρο τις 95 από τις 140 έδρες της βουλής, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε μόνο πέντε και το Κόμμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας δύο έδρες. Η αντιπολίτευση κατήγγειλε από την ίδια την ημέρα των εκλογών την κυβέρνηση ότι απέσπασε τη νίκη αυτή με εκτεταμένη βία και νοθεία και αμέσως τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης αποσύρθηκαν από την εκλογική διαδικασία καταγγέλλοντας στους διεθνείς οργανισμούς τις συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών. Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 Ιουνίου, το κυβερνητικό Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισε άλλες έξι έδρες στον δεύτερο γύρο των εκλογών, από τον οποίο τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης απείχαν. Μια συμμαχία των κυριότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ζήτησε την επανάληψη των εκλογών σε 80 από τις 115 εκλογικές περιφέρειες, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ζήτησαν από την κυβέρνηση του Μπερίσα την επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας σε ορισμένες περιοχές, ώστε να αποκατασταθεί η ηρεμία στη χώρα. Το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε ένταση στις σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, καθώς και την κινητοποίηση διεθνών οργανώσεων για τα επεισόδια βίας που σημειώθηκαν στην περίοδο των εκλογών, ενώ έναν μήνα μετά από αυτές η αντιπολίτευση συνέχιζε να αμφισβητεί έντονα το αποτέλεσμα και να ζητά τη συμπαράσταση της διεθνούς κοινής γνώμης για την ακύρωση των εκλογών του Μαΐου και τη συνολική επανάληψή τους.Το 1997 επήλθε πολιτική αλλαγή στη χώρα, με την άνοδο στην εξουσία των σοσιαλιστών. Τον Οκτώβριο του 1998, ο Παντελί Μάικο, γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, χρίστηκε νέος πρωθυπουργός της χώρας σε ηλικία 30 ετών. Το ίδιο έτος, ο πρόεδρος Μεϊντάνι, που είχε αντικαταστήσει τον Μπερίσα, υπέγραψε το νέο σύνταγμα της χώρας, ύστερα από διενέργεια δημοψηφίσματος.Η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο άρχισε να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο στις αρχές του 1999. Ύστερα από καταγγελίες σε βάρος των Σέρβων για γενοκτονία του αλβανόφωνου πληθυσμού, χιλιάδες Αλβανοί πρόσφυγες άρχισαν να περνούν τα σύνορα με την Α. Κατά τον Μάιο, όταν η κατάσταση άρχισε να εξομαλύνεται, ο αριθμός των προσφύγων άγγιζε τα 444.600 άτομα. Τον Ιούνιο, η Σερβία αποφάσισε την απόσυρση των στρατευμάτων της από το Κοσσυφοπέδιο και οι πρόσφυγες πήραν τον δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους. Στα τέλη του 1999, ο Ίλιρ Μέτα ορκίστηκε πρωθυπουργός μετά την παραίτηση του Μάικο. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα η Α. έγινε δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, κατόπιν διαπραγματεύσεων που διήρκεσαν πέντε χρόνια.Στην εκλογική αναμέτρηση του Ιουλίου του 2001, ο Μέτα επανεξελέγη πρωθυπουργός αλλά παραιτήθηκε αμέσως μετά, λόγω ενδοκυβερνητικών προβλημάτων. Αντικαταστάτης του ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Μάικο.Η αλβανική λογοτεχνία είχε μια ιδιαίτερη ώθηση μετά την ανεξαρτησία της χώρας (1913). Η οθωμανική κυριαρχία, η οποία επί τέσσερις αιώνες εμπόδισε την αυτόνομη πολιτιστική ανάπτυξη, καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τον ρυθμό της λογοτεχνικής παραγωγής. Η αλβανική λογοτεχνία βασίζεται στη λαϊκή παράδοση, η οποία επί αιώνες μεταδιδόταν προφορικά, και περιλαμβάνει μεσαιωνικούς μύθους, λυρικά και επικά άσματα καθώς και ραψωδίες.Οι απαρχές της λόγιας λογοτεχνίας της Α. τοποθετούνται περίπου στα μέσα του 15ου αι., δηλαδή μετά τη σύνοδο του Τρέντο (1545-63). Το πρώτο έργο μεγάλης πνοής είναι το Λειτουργικόν (Ιl Μessale, 1555), του Γκζον Μπουτσούκου, μετάφραση από τα λατινικά κειμένων θρησκευτικού περιεχομένου, το οποίο παραμένει βασικό έργο αναφοράς για τους σπουδαστές της αλβανικής γλώσσας. Από το ίδιο πολιτιστικό περιβάλλον προέρχονται και τα έργα δύο καθολικών επισκόπων, του Πγιέτερ Μπούντι (1566-1622) και του Πγιέτερ Μπογκντάνι (1625;-1689), που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αλβανικής λογοτεχνίας, καθώς επίσης και η σύνταξη του πρώτου λεξικού της αλβανικής γλώσσας (Dictionarium Latino-Εpiroticum), το οποίο οφείλεται στον επίσκοπο της Τσαντρίμα, Φρανγκ Μπάρντχι (1606-1643). Κατά τη διάρκεια του 18ου αι. εμφανίστηκαν εκλεπτυσμένοι λογοτέχνες, όπως ο Τζούλιο Βαριμπόμπα (1725-1788), ενώ στην ίδια την Α. μεγάλη άνθηση γνώριζαν οι Βejtexhinj, εκτουρκισμένοι Αλβανοί, οι στίχοι των οποίων είχαν κοινή θεματική με την ποίηση της Ανατολής.Ωστόσο, η πραγματική άνθηση της αλβανικής λογοτεχνίας κυριαρχήθηκε τον 19ο αι. από τον ρομαντισμό και την εθνική αναγέννηση (Rilindja), με κύριους εκπροσώπους Αλβανούς που ζούσαν στην Ιταλία, από τους οποίους το λαμπρότερο δείγμα αποτελεί, κατά γενική ομολογία, ο Τζιρόλαμο Ντε Ράντα (1814-1903), ενώ στα τέλη του 19ου αι. κυριάρχησε η μορφή του Ναΐμ Φρασέρι. Στις αρχές του 20ού αι., η εθνική ανεξαρτησία συνοδεύτηκε από μια έντονη λογοτεχνική δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας διακρίθηκαν οι ποιητές Σαζούπι (1866-1930), Ασντρένι (1872-1947), καθώς επίσης και ο επικός ποιητής Γκιόργκιο Φίστα και ο κλασικιστής Ντρε Μζέντζα, το έργο των οποίων αντιπροσωπεύει δύο σημαντικές στιγμές καλλιτεχνικής δημιουργίας, υψηλού επιπέδου στα αλβανικά γράμματα.Με τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η αλβανική λογοτεχνία πραγματοποίησε μια ριζική στροφή, ασπαζόμενη τη σοσιαλιστική θεωρία και τις ανάλογες περί τέχνης αντιλήψεις του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Έτσι, παρατηρήθηκε μια έντονη δημιουργικότητα, η οποία οφειλόταν στην πολιτική βούληση να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη χώρα. Κατά την περίοδο αυτή, ξεχωρίζουν τα έργα των Άλεξ Σάσι και Αντρέα Βάρφι, με βασικό θέμα τη νέα πραγματικότητα που επικρατούσε στην αλβανική κοινωνία, των Λάζαρ Σίλικι και Ισμαήλ Κανταρέ, τα έργα των οποίων απέκτησαν διεθνή προβολή, καθώς και των Φάτος Αράπι και Ντρίτερο Αγκόλι, που εμπνέονταν από εθνικά και κοινωνικά θέματα μέσα στον ενθουσιασμό των επιτυχιών του Αλβανού ανθρώπου, ο οποίος ισχυροποιούμενος από την κοσμική (λαϊκή) παράδοση, αποκτούσε μέρα με τη μέρα συνείδηση της νέας ζωής και της κοινωνικής οργάνωσης. Στον τομέα της πεζογραφίας, και κυρίως στο μυθιστόρημα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, κυριάρχησαν τα ίδια θέματα, όπως και στην ποίηση: ο αγώνας για την απελευθέρωση, ο ηρωισμός των προοδευτικών ενάντια στους αντιδραστικούς, οι επιτυχίες στην υλοποίηση των προγραμμάτων μέσα στο πλαίσιο των εθνικών αξιών που ενσαρκώνονταν στη νέα πραγματικότητα. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου είναι οι: Στέργιο Σπάσε, Φατμίρ Γκζάτα, Σέφκετ Μουζαράχ, Πέτρο Μάρκο, Αλί Αμπντιχόντζα, Ντρίτερο Αγκόλι, καθώς και ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο πλέον αναγνωρισμένος συγγραφέας στην Α. αλλά και διάσημος στον δυτικό κόσμο, ο οποίος πραγματεύεται με έμπειρο τρόπο θέματα της επικαιρότητας (Ο μεγάλος χειμώνας), θέματα που έχουν σχέση με ιστορικά γεγονότα (Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς), με την αντίσταση εναντίον των Τούρκων (Το κάστρο), ενώ παράλληλα επαναφέρει, με κομψό και μεταφορικό τρόπο, θέματα που ανήκουν στην προφορική παράδοση της χώρας, όπως αυτά των ραψωδιών. Στον τομέα του διηγήματος, διακρίνονται αρκετοί συγγραφείς τις τελευταίες δεκαετίες, όπως οι Ναούμ Πρίφτι, Τεοντόρ Λάσο, Αναστάς Κόντο και Ντιμίτερ Σουτέρικι.Η γνώση της αρχαιολογίας της Α. είναι μια σχετικά πρόσφατη κατάκτηση. Ανακαλύφθηκαν ίχνη της παλαιολιθικής εποχής, νεολιθικοί οικισμοί και ένα εργαστήριο της χαλκολιθικής εποχής, από το οποίο βρέθηκαν κεραμικά με εγχάρακτες ή ζωγραφισμένες ερυθρόμορφες και μελανόμορφες διακοσμήσεις. Η ορεινή χώρα, ανέκαθεν αραιοκατοικημένη, παρέμεινε κλειστή περιοχή που δεν μπόρεσε να αναπτύξει τοπική τέχνη, αλλά υπέστη αλλεπάλληλες ξένες κυριαρχίες και δέχτηκε εξωτερικές πολιτιστικές μορφές.Ενώ ο ιλλυρικός πολιτισμός, στον οποίο η Α. ανήκει γεωγραφικά και ιστορικά, δεν άφησε απτά καλλιτεχνικά ίχνη, ο ελληνικός πολιτισμός είναι απόλυτα διαπιστωμένος. Στο Βουθρωτό, όπου ο μύθος τον οποίο διέσωσε ο Βιργίλιος τοποθετεί την αποβίβαση του Αινεία, βρίσκονται τα λείψανα ελληνικής πόλης: ένα επιβλητικό τείχος με επτά πύλες, οικοδόμημα από μεγάλους κυβικούς ογκολίθους συνενωμένους με μεταλλικά ελάσματα. Πάνω στον λόφο βρίσκεται το ελληνιστικό κοίλο του θεάτρου με κτιστή ρωμαϊκή σκηνή πλουτισμένη με αγάλματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η περίφημη Θεά, απολλώνεια κεφαλή από έναν τύπο του 4ου αι. π.Χ., σμιλευμένη σε πτυχωτό γυναικείο σώμα, αντίγραφο ενός αυθεντικού μεταφειδιακού. Ανάμεσα στα άλλα κτίρια βρίσκονται ένα γυμναστήριο, θέρμες, ένα νυμφαίο και υδραγωγείο.Από την Απολλωνία, που ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ., απομένουν λείψανα των καλοφτιαγμένων τειχών με πύλη οξύληκτη, ίχνη ναών, κατοικιών, ταφικών μνημείων και το περίφημο Νυμφαίο, που αναφέρεται από τον Πλίνιο, μια στοά με τείχος σε αναβαθμίδες, ένα ελληνιστικό ναΰδριο, ένα ρωμαϊκό ωδείο, το μνημείο των αγωνοθετών, ένα γυμναστήριο, θέρμες, λείψανα αψίδας θριάμβου με τρεις καμάρες και ένα μη ανασκαμμένο θέατρο. Χαρακτηριστικές είναι οι ελληνικές επικήδειες στήλες. Η αναγνώριση της θέσης της Αμαντίας, όπου υπάρχουν τείχη και λείψανα κτιρίων και γλυπτά, δεν έχει γίνει παραδεκτή από όλους. Στο Δυρράχιο, όπου η σύγχρονη πόλη είναι χτισμένη στην τοποθεσία της αρχαίας, βρέθηκαν νομίσματα και γλυπτά. Στην Μπιλίς βρίσκονται τα οχυρά τείχη, ίσως του 4ου αι. π.Χ., που αποκαταστάθηκαν τη βυζαντινή εποχή, και το κοίλο του θεάτρου.Από τη Φοινίκη παραμένουν μεγαλειώδη λείψανα των ελληνικών τειχών, ένας ελληνικός θησαυρός του 4ου αι. π.Χ., που μετατράπηκε αργότερα σε βαπτιστήριο, δύο ρωμαϊκές δεξαμενές και νεκρόπολη. Εκεί κοντά βρίσκονται η εκκλησία των Αγίων Σαράντα, της οποίας σώζονται τα πλευρικά τείχη με αψίδες και η εκκλησία του Μεσοποτάμου (11ος αι.), που με τους θόλους και τις γεωμετρικές διακοσμήσεις θυμίζει τις εκκλησίες της ηπειρωτικής Ελλάδας.Στους Ενετούς οφείλονται τα κάστρα και τα φρούρια, που σήμερα είναι σχεδόν όλα ερείπια, από τα πρώτα που κατασκευάστηκαν τον 13ο αι. έως τα πιο ισχυρά, που είχαν χτιστεί κατά τη διάρκεια των αγώνων της Βενετίας και των Αλβανών του Σκεντέρμπεη κατά των Τούρκων. Στο Βουθρωτό, στον Αυλώνα, στο Δυρράχιο και στο Αλέσιο (η αρχαία Λισσός) υπάρχουν ερείπια ενετικών οχυρών. Στη Σκόδρα, στο Βουνό, υπάρχουν ανάγλυφα με τον Λέοντα του Αγίου Μάρκου. Κοντά στα Τίρανα υπάρχει μια ενετική γέφυρα.Από την τουρκική κυριαρχία παραμένουν τζαμιά και πύργοι, ιδιαίτερα στην κεντρική Α., αλλά συχνά το τζαμί δεν είναι παρά ένας βυζαντινός ή ενετικός χριστιανικός ναός τροποποιημένος με την προσθήκη ενός μιναρέ (Αυλώνας, Τίρανα). Η τουρκική κατάληψη σταματά στην Α. την καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή έως τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αι. Στις επόμενες δεκαετίες η στενή σχέση με την Ιταλία εμφανίζει τις καλαισθητικές εκδηλώσεις του 20ού αι. στη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Στις μεγαλύτερες πόλεις, Δυρράχιο και Τίρανα, κατασκευάστηκαν από Ιταλούς αρχιτέκτονες το μέγαρο του Υπουργικού Συμβουλίου, το Ινστιτούτο Επιστημών, το στάδιο και το θέατρο. Στη ζωγραφική και στη γλυπτική είναι φανερή η επίδραση μιας παραδοσιακής αισθητικής σε σύγχρονη διάσταση.Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η επίδραση της σοβιετικής ρεαλιστικής τέχνης ως κοινωνικής λειτουργίας είναι μόνιμη. Η γλυπτική τιμά τις πατριωτικές χειρονομίες, την εργασία ή τους αγώνες του λαού, με ρεαλιστικά και μνημειακά έργα, όπως Η άμυνα της ειρήνης του Λιαζάρ Νικόλια, το μνημείο του παρτιζάνου από τον Α. Νάνο και το αντίστοιχο του Σκεντέρμπεη από τον Ι. Πίτσε. Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις ορισμένοι καλλιτέχνες βρέθηκαν έξω από τις πολιτικές κατευθύνσεις, ακολουθώντας δική τους, αυτόνομη αναζήτηση. Άξια μνείας είναι τα παραδείγματα των ζωγράφων Ιμπραχίμ Κόντρα που στους πίνακές του απεικονίζει τους μύθους της σύγχρονης εποχής, και του Λιν ΝτελίγιαΜόνο μετά το 1912, στο τέλος της τουρκικής κυριαρχίας, η θεατρική κουλτούρα της Α. βρήκε τον τρόπο να αναπτυχθεί οργανικά. Προηγουμένως, κάθε προσπάθεια έκφρασης της επιθυμίας για ανεξαρτησία εμποδιζόταν από τους Τούρκους και εκφραζόταν μόνο από τις αλβανικές αποικίες στην Ιταλία. Ο πρώτος θεατρικός συγγραφέας σε αλβανικό έδαφος είναι ο Πάσκο Μπάμπι, με το έργο Ο γιος του Εβραίου (Ι Βiri i Gifuttit, 1879). Ο Σαμί Φράσερι έγραψε στην τουρκική το δράμα Βesa (που μεταφράστηκε αργότερα στην αλβανική από τον Αμπντίλ Ιπί Κολόνια), το οποίο συνέβαλε στην εθνικιστική αφύπνιση των χωρικών και αριθμεί ακόμα και σήμερα αμέτρητες εκδόσεις. Μετά την ανεξαρτησία, που πραγματοποιήθηκε το 1913, εμφανίζεται μία από τις πιο μεγάλες προσωπικότητες του θεάτρου που είχε ποτέ η Α.: ο Γκιόργκιο Φίστα (1871-1940), συγγραφέας μεταξύ άλλων των έργων Ιούδας Μακκαβαίος (Juda Μakabeu), Ιφιγένεια εν Αυλίδι (Ιfigjenia Ν’ Αuliidi) και Η απολίτιστη Αλβανή (Shqiptarja e qutetnueme). Μικρότερου επιπέδου είναι ο συγγραφέας τραγωδιών Ετέμ Χατζηαντέμι και ο Χακί Στερμίλι, συγγραφέας δραμάτων με κοινωνικό φόντο. Του ίδιου επιπέδου είναι και ο Αντρέα Ζαντέγα (1890-1945), που διακρίθηκε στην ψυχολογική έρευνα, με σημαντικότερα έργα Το δαιμόνιο της Αλβανίας (Οra e Shqipnis) και Μαύρες σκιές (Ηijet e Ζeza).Η δημιουργία θεάτρων με επαγγελματίες ηθοποιούς συνέβαλε στην άνθηση δραματικών έργων και στην εμφάνιση ηθοποιών και παραγωγών θεατρικών έργων. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς κωμωδιογράφους αναφέρουμε τον Κόλε Γιάκοβα, συγγραφέα των έργων Η γη μας και Χαλίλ και Χαϊριέ (Ηalil e Ηajrie), τον Φαντίλ Πατσράμι, συγγραφέα των Αυτό συνέβη στο εργοστάσιο και Η φτωχή συνοικία, τον Ιμπραχίμ Ουρούτσι με το Ο δόκτωρ Αλέξης, τον Λόνι Πάπα με το Η κόρη των βουνών, τον Σπύρο Τσομόρα με Τα καρναβάλια της Κορυτσάς και τον Ντριτέρο Αγκόλι με το Η δεύτερη όψη.Η κινηματογραφική δραστηριότητα (αν εξαιρεθούν μερικά ντοκιμαντέρ που έγιναν με ιταλική συμπαραγωγή) άρχισε στην Α. αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν γυρίστηκε μια λαϊκή εκδήλωση με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς. Η κινηματογραφία επιβεβαίωσε έτσι το σχεδόν αποκλειστικό ενδιαφέρον της για τους στόχους του καθεστώτος.Το 1952 άνοιξε στα Τίρανα το κινηματογραφικό στούντιο Η νέα Αλβανία (Shqiperia e re), που ασχολήθηκε με την παραγωγή χρονικών και ντοκιμαντέρ, στο οποίο, με συμπαραγωγή της Σοβιετικής Ένωσης, πραγματοποιήθηκε το 1954 η ταινία Σκεντέρμπεης (Scanderbeg) του Σ. Γιούτκεβιτς.Σε μια μικρή χώρα λίγων εκατομμυρίων κατοίκων ο κινηματογράφος αποτελεί ουσιαστικό τμήμα της ψυχαγωγίας του· αξίζει να σημειώσουμε πως το 1975 τα εισιτήρια στον κινηματογράφο έφτασαν τα είκοσι εκατομμύρια τον χρόνο. Οι ταινίες πάντως που γυρίζονταν εξακολουθούσαν να βασίζονται στα διδάγματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, προωθώντας το προλεταριακό πνεύμα και τονίζοντας τον ρόλο του θετικού ήρωα. Από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες αναφέρουμε τους: Κρίτακ Ντάμο (Τα πρώτα χρόνια, 1965, Πρωινά του πολέμου, 1971, Οι αυλακιές, 1973), Ντιμίτερ Ναγκνόστι (Ο κομισάριος του φωτός, 1966, Παλιές πληγές, 1969, Τα πράσινα βουνά, 1971, Το κορίτσι των βουνών, 1974, Στο σπίτι μας, 1979, Ένα παλιό παραμύθι, 1988), Βίκτορ Γκίκα (Οι λευκοί δρόμοι, 1979, Η σύγκρουση, 1976, Κάθε εποχή, 1980) και Κουίτιμ Κάσκου (Διαλυμένος Απρίλης, από το μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ).Τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε μια νέα γενιά σκηνοθετών στη χώρα που, παρά τα εσωτερικά προβλήματα, κατάφεραν σε μεμονωμένες περιπτώσεις να βγουν από τα στενά όρια της Α. με μια θεματολογία και κινηματογραφική ματιά που δημιουργούν ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον.Πολυάριθμες μαρτυρίες παλιάς πολιτιστικής παράδοσης επιζούν στη μουσική των αλβανικών περιοχών. Από τον αποικισμό της χώρας, που έγινε κατά διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα, εξαρτάται πιθανότατα το γεγονός ότι ξαναβρίσκονται ακόμα και σήμερα στην Α. διάφοροι τύποι λαϊκής μουσικής, που αποκαλύπτουν διαφορετικά ιδιώματα, κανένα από τα οποία δεν έχει σχέση με το κλασικό ευρωπαϊκό σύστημα. Ο τύπος που θεωρείται πιο παλιός είναι ο οκάνιε, φωνητικό ύφος του οποίου η αντίστοιχη μουσική παίζεται από έναν άσκαυλο (τσαμπούνα) που λέγεται ρόγια. Στις πόλεις βρίσκονται περίπλοκα έγχορδα όργανα, που παίζουν μουσική τουρκικού τύπου. Στα βουνά οι χοροί των αντρών, σοβαρού και βίαιου χαρακτήρα, συνοδεύονται από ένα μεγάλο τύμπανο, το τουπάν, το οποίο κρεμιέται στο στήθος του οργανοπαίκτη εκτελώντας αρκετά περίπλοκους ρυθμούς. Η μελωδική ανάπτυξη του αλβανικού μουσικού φολκλόρ συνίσταται κυρίως σε παραλλαγές ενός σχήματος που έχει μεταδοθεί προφορικά και το οποίο, αν και δεν έχουν γίνει ακόμα πολλές μελέτες στο πεδίο αυτό, φαίνεται να συγγενεύει με εκείνο των ινδικών ράγκα και των αραβικών μακαμάτ. Τα πατροπαράδοτα μουσικά όργανα είναι η μονόχορδη λαχούνα, εφοδιασμένη με μακρύ βραχίονα και μικρό και στρογγυλό ηχείο, που παίζεται με δοξάρι, και το αρχαϊκό φυέλι, το φλάουτο, που συνοδεύει τα μοιρολόγια χωρικών και ποιμένων.Μια παράδοση καλλιεργημένης μουσικής άρχισε να δημιουργείται στην Α. μόνο από τις αρχές του 20ού αι. Πρώτες εκδηλώσεις μουσικού θεάτρου έγιναν στη Σκόδρα και στην Κορυτσά, με μυστικά θέματα που προστέθηκαν από τον Μιχαήλ Κολίτκι στα δραματικά ποιήματα του Αντρέα Ζαντέγια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το Rozafa, που μπορεί να θεωρηθεί πλήρες λυρικό έργο. Ένας άλλος αξιόλογος συνθέτης είναι ο Μάρτιν Γκιόκα, που μελοποίησε μερικά μελοδράματα του Γκιόργκιο Φίστα. Συνθέτες μουσικών έργων, εμπνευσμένων από τις λαϊκές παραδόσεις, τραγουδιών και πατριωτικών ύμνων είναι ο Ζεφ Σεστάνι από τη Σκόδρα, ο Κρίστο Κόνο από την Κορυτσά και προπάντων ο Τσεσκ Ζαντέγια, επίσης διευθυντής ορχήστρας μαζί με τον Μίλτο Βάκο. Η σημερινή μουσική ζωή είναι συγκεντρωμένη στα Τίρανα. Επισημαίνεται ότι αρκετοί Αλβανοί μουσικοί με κλασική παιδεία μετανάστευσαν στη χώρα μας και, όπως συνέβη και σε άλλα επαγγελματικά πεδία, πλαισίωσαν τις δικές μας ορχήστρες.Καρπός της συμβολής αρχαιοτάτων στοιχείων μεσογειακής, βαλκανικής και κεντροευρωπαϊκής προέλευσης, στα οποία προστέθηκαν η σλαβική και προπάντων η τουρκική επίδραση, ο πολιτιστικός πλούτος της Α. εμφανίζεται σχεδόν αναλλοίωτος. Μπροστά σε μερικούς θεσμούς ξεπερασμένους πια, όπως η μεγάλη οικογένεια πατριαρχικού τύπου, που εξαφανίστηκε από την κολεκτιβοποίηση, το έθιμο της βεντέτας, που αποτελούσε πραγματική κοινωνική μάστιγα, και το γαμήλιο σύμφωνο, που κανόνιζαν οι γονείς και το οποίο δεν χρησιμοποιείται πια, ο Αλβανός διατηρεί ακόμα και σήμερα παλιές συνήθειες.Χοροί και τραγούδια συνοδεύουν όλες τις σπουδαίες στιγμές της ζωής των Αλβανών. Το πάθος του χορού αρχίζει με την ίδια την ιστορία της χώρας. Ο πιο διαδεδομένος χορός είναι ο βάλιε, που χορεύεται κυκλικά ή ημικυκλικά, όπως χορεύουν γενικά και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί. Πολυάριθμοι ωστόσο είναι οι τύποι χορού που διαφέρουν μεταξύ τους σε μορφή και περιεχόμενο.Σε μερικούς χορούς αναμειγνύονται ακροβατικά στοιχεία, όπως στον χορό της στάμνας, χαρακτηριστικό της περιοχής των Τιράνων, στον οποίο οι χορευτές κρατούν στο κεφάλι μια στάμνα γεμάτη νερό ή άλλο υγρό και χορεύουν προσέχοντας να μην τη σπάσουν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολεμικοί χοροί, άλλοτε πολύ διαδεδομένοι, που μπορεί να δει κανείς ακόμα και σήμερα σε μερικές περιοχές του εσωτερικού. Περίφημος είναι ο πύρρειος χορός, που λέγεται ότι πήρε το όνομά του από τον Πύρρο, είτε τον γιο του Αχιλλέα είτε τον αρχαίο βασιλιά της Ηπείρου.Οι μεγαλύτερες γιορτές είναι για τους χριστιανούς η γιορτή του αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου), η ημέρα του Πάσχα και η γιορτή του αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Κυριότερη γιορτή των μουσουλμάνων είναι το ραμαζάνι.Από την Ελλάδα μπορεί κανείς να πάει στην Α., είτε αεροπορικώς (Αθήνα – Ιωάννινα – Τίρανα), είτε οδικώς μέσω του σταθμού της Κακαβιάς. Τα καλά ξενοδοχεία είναι λίγα και ο ταξιδιώτης θα πρέπει να κλείσει από πριν δωμάτιο για να αποφύγει την ταλαιπωρία.Τα Τίρανα δεν είναι το κέντρο του μεγαλύτερου ενδιαφέροντος, αν και αξίζουν μια επίσκεψη ως πρωτεύουσα που παρουσιάζει τις πλέον αξιοσημείωτες σύγχρονες πλευρές της χώρας. Ο επισκέπτης πάντως θα πρέπει να δει το παλιό τζαμί, το τζαμί του Ετέμ Βέη και το μουσείο αρχαιολογίας και εθνογραφίας. Πιο ενδιαφέρουσα πόλη είναι η Σκόδρα, με τον πύργο Ροζαφάτ, το μουσείο, το τζαμί των Μολύβδων, τις γραφικές συνοικίες, την ενετική γέφυρα της Μες. Στα βόρεια των Τιράνων, η Κρούγιε, πόλη-μουσείο, είναι υποχρεωτικός σταθμός για τα όμορφα τοπία και την ακρόπολη, που συνδέεται με τις θρυλικές αναμνήσεις του εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη. Προχωρώντας προς τα νότια φτάνει κανείς στο γραφικό Βεράτι (ακρόπολη, ναός της Παναγίας). Στα ΝΑ βρίσκονται το Πόγραδετς στη λίμνη Οχρίδα και η Κορυτσά, πλούσια σε μνημεία. Στα περίχωρα είναι η Μπόργιε με τον παλαιότατο ναό της Αναλήψεως, η Μοσχόπολη με τους ναούς της και το ορεινό κέντρο Ντάρδε. Τελευταίος σταθμός, το Αργυρόκαστρο, μια από τις γραφικότερες πόλεις, καθαρά μεσαιωνικού χαρακτήρα, με τυπικά οχυρωμένα σπίτια. Το επίνειό της, οι Άγιοι Σαράντα, είναι ένα όμορφο κέντρο, στα περίχωρα του οποίου μπορεί κανείς να επισκεφθεί τις αρχαιολογικές ζώνες, ιδιαίτερα της Φοινίκης και του Βουθρωτού. Στο Δυρράχιο μπορεί να συνδυαστεί μια εκδρομή από τα Τίρανα (38 χλμ.). Δύο είναι οι πιο αξιόλογες και εύκολης προσπέλασης φυσικές ομορφιές της Α.: η υψηλή και δαντελωτή παραλία ανάμεσα στον Αυλώνα και στους Αγίους Σαράντα και, στον ακραίο βορρά, η περιοχή των Αλβανικών Άλπεων, με τα τραχιά σκηνικά των βουνών, των οποίων κέντρο είναι η Θετ, σε απόσταση 80 χλμ. από τη Σκόδρα. Σε αυτή την περιοχή ζουν οι ορεινοί πληθυσμοί των Μαλισόρων, με τις αρχαίες παραδόσεις.Στην Α. υπάρχει σημαντική ελληνική μειονότητα, με πλούσιο ιστορικό παρελθόν. Η μειονότητα έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο διενέξεων μεταξύ των γειτονικών κρατών (Βορειοηπειρωτικό ζήτημα). Υπολογίζεται πως στη χώρα ζουν από διακόσιες έως τετρακόσιες χιλιάδες Έλληνες, συγκεντρωμένοι κυρίως στο νότιο τμήμα της.
Χαρτονόμισμα των 5.000 λεκ της Αλβανίας, που εκδόθηκε το 1996.
Τοπικές ενδυμασίες του Αργυροκάστρου.
Το «τζαμί του βασιλιά» στο Βεράτι. Πρόκειται για βυζαντινή εκκλησία, που είχε μετατραπεί σε τζαμί στα χρόνια της τουρκικής κατοχής της Αλβανίας.
Η λίμνη Σκόδρα βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Αλβανίας και είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε αυτή και τη Γιουγκοσλαβία.
Ο Σαλί Μπερίσα υποδέχεται τον Γερμανό πρόεδρο Ρόμαν Χέρζοκ στις 28 Φεβρουαρίου 1995. Ο Χέρζοκ ήταν ο πρώτος πρόεδρος ξένης χώρας που επισκέφθηκε την Αλβανία μετά την πολιτική αποκατάστασή της.
Το εφετείο που εκδίκασε την υπόθεση της καταδίκης έξι Ελλήνων μειονοτικών το 1995. Η καταδίκη είχε προκαλέσει σοβαρή επιδείνωση στις σχέσεις μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας.
Άγαλμα του Αλβανού εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη (Γεώργιου Καστριώτη) στα Τίρανα.
Νεαρή κοπέλα από την Κορυτσά με τοπική παραδοσιακή ενδυμασία.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Αλβανίας
Παλαιότερη ονομασία: Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας (1945-91)Έκταση: 28.748 τ. χλμ.Πληθυσμός: 3.544.841 κάτ. (2002)Πρωτεύουσα: Τίρανα (523.150 κάτ. το 2001, μείζων περιφέρεια)Χοροί και τραγούδια συνοδεύουν όλες τις σπουδαίες στιγμές της ζωής των Αλβανών.
Κεραίες δορυφορικής τηλεόρασης σε πολυκατοικία στην πόλη Λέτζα, έξω από τα Τίρανα. Μεγάλο τμήμα του πληθυσμού βλέπει δορυφορική τηλεόραση, εξαιτίας της έλλειψης τοπικών προγραμμάτων.
Ο πρώην πρόεδρος της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα, σε συγκέντρωση του Δημοκρατικού Κόμματος, στα Τίρανα το 1996.
Μια σκήνή από την ταινία «Σκεντέρμπεης» του Σ. Γιούτκεβιτς, μια σοβιετοαλβανική παραγωγή αφιερωμένη στον μεγάλο εθνικό ήρωα της Αλβανίας.
Τοπίο από τα περίχωρα των Τιράνων.
Κεντρικός δρόμος στην πρωτεύουσα της Αλβανίας, πριν από τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Ο Αλή πασάς Τεπελενλής (των Ιωαννίνων) σε λεπτομέρεια από πίνακα του Ντιπρέ (1819).
IIΕκτός από τη χώρα που βρίσκεται στην Ευρώπη, το όνομα Α. δίνεται από τους αρχαίους γεωγράφους και σε χώρα του Καυκάσου, κοντά στην Κασπία. Στη θέση αυτή σήμερα βρίσκεται το Νταγκεστάν και το βόρειο Αζερμπαϊτζάν. Ο Στράβων αναφέρει πως οι Αργοναύτες είχαν φτάσει έως εκεί και πως οι κάτοικοί της ήταν μεγαλόσωμοι. Ήταν χωρισμένοι σε 26 φυλές, είχαν αξιόλογο στρατό, ήταν όμως φιλειρηνικοί και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Ως θεούς λάτρευαν τον Ήλιο και τη Σελήνη, που τους προσέφεραν ανθρωποθυσίες. Όταν οι Ρωμαίοι πολεμούσαν εναντίον του Μιθριδάτη τον 1ο αι., ο βασιλιάς τους Οροίζης υποτάχτηκε στους Ρωμαίους. Αργότερα αναμείχθηκαν με τους Αρμένιους και άλλους λαούς.
Dictionary of Greek. 2013.